- ἀλόχοιο
- ἄλοχοςpartner of one's bedfem gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PYRRHAEA — quae et Pyrrha, Thessalia sic dicta, a Pyrrha Deucalionis uxore. Strabo ad calcem libri noni: Καθόλου δ᾿ ὅτι πρότερον ἐκαλεῖτο Πυῤῥία ἀπὸ τῆς Δευκαλίωνοςγυναικός. Rhianus, devariis Thes saliae appellationibus: Πυῤῥαν δή ποτε τήν γε παλαιότεροι… … Hofmann J. Lexicon universale
TAENARIA — vulgo Capo Matapan Sophian. Capo Matna Gregorae, promontor. Peleponnesi, dividens sinum Messeniacum a Laconico, a Malea promuntor. 84. mill. pass. Suidas: Ταίναρον, ἀκρωτήριον Λακωνικῆς. Statius, Theb. l. 2. v. 32. Est locus Inachiae, dixerunt… … Hofmann J. Lexicon universale
ιξιόνιος — ἰξιόνιος, ίη, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον βασιλιά Ιξίονα («ἰξιονίης ἀλόχοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἰξίων] … Dictionary of Greek
πολύζυγος — η, ο / πολύζυγος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύζυγο (γυμναστ.) όργανο τής ενόργανης γυμναστικής αποτελούμενο από δύο κατακόρυφες παραστάδες ύψους τριών μέτρων που συνδέονται μεταξύ τους με είκοσι οριζόντιους ζυγούς, το οποίο… … Dictionary of Greek